- χελώνειος
- εία, ον черепаший; черепаховый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χελώνειος — α, ο, Ν [χελώνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χελώνα («χελώνεια ταχύτητα») 2. κατασκευασμένος από όστρακο χελώνας … Dictionary of Greek
Ανάβας — Περκόμορφο ψάρι του γλυκού νερού, της υπερτάξης των τελεοστέων (οικογένεια αναβαντίδες). To κυριότερο και πιο παράδοξο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως μπορεί να εγκαταλείπει προσωρινά το υγρό στοιχείο και να μετακινείται πάνω στο έδαφος,… … Dictionary of Greek